εὐμεγέθεις

εὐμεγέθεις
εὐμεγέθης
of good size
masc/fem acc pl
εὐμεγέθης
of good size
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • CULCITRAE Subalares — apud Lamprid. in Heliogabalo, c. 19. Nec cubuit in accubitis facile, nisi its, quae pilum leporinum haberent, aut plumas perdicum, subalares culcitras saepe mutans: Sunt pulvini, quibus undique fulciebantur delicatiores, cum accumberent,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυκητίαση — (Ιατρ.). Νόσος που οφείλεται στη δράση μυκήτων επί του ανθρώπινου οργανισμού ή επί κατοικίδιων κυρίως ζώων. Η συχνότερη και ελαφρότερη μ. είναι αυτή που προσβάλλει τις τρίχες (τριχοφυτίαση) και την επιδερμίδα (επιδερμοφυτίαση)· βαρύτερες είναι οι …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική …   Dictionary of Greek

  • πολυκυστικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που έχει πολλές κύστεις ή αφορά σε πολλές κύστεις 2. φρ. «πολύκυστική νόσος τών νεφρών» ιατρ. συγγενής ανωμαλία κατά την οποία παρατηρούνται πάμπολλες ευμεγέθεις κύστεις στον έναν ή και στους δύο νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Μάρινερ — (Mariner). Ονομασία αμερικανικών διαστημοπλοίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εξερεύνηση των εγγύτερων προς τη Γη πλανητών του ηλιακού συστήματος (Ερμή, Αφροδίτης και Άρη). Ειδικότερα, το Μ. 1 εκτοξεύθηκε στις 22 Ιουλίου 1962 με αποστολή να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”